"Τι εννοείς δε θέλεις να ακολουθήσεις τη μοίρα των συνομήλικών σου; Ποιος σε ρώτησε; Πού άκουσες ότι μπορείς να διαφεντέψεις τις ανάγκες σου; Αυτές διαφεντεύουν εσένα. Ποιος σου είπε ότι η συνείδησή σου υπαγορεύει τι θα κάνεις; Ας έρθουν σ εμένα οι κουλτουριάρηδες αριστεροί που διαβάζεις να μου πουν ότι μπορούμε να επινοήσουμε απ την αρχή τον εαυτό μας. Θατους μιλήσω για τον Νικόλα Ντ Αγκοστίνο, τον κομμουνίσταρο που εξελέγη δήμαρχος του Κανό-λο με τις ψήφους της Ντράγκετα. Κι αυτός τον εαυτό του ήθελε να επινοήσει και τον φαντάστηκεστην καρέκλα του δημάρχου. Πάρ το χαμπάρι, Σασά! Τα παιδιά των ντραγκετίστι, με το που γεννιόνται παίρνουν το χρίσμα και μέχρι να πεθάνουν υπακούουν στους νόμους της τιμημένης κοινωνίας μας. Θα σπουδάσεις αυτό που θα σου πει η οικογένεια, θα παντρευτείς αυτή που θα σου προξενέψει η οικογένεια, θα αναπνέεις για την οικογένεια. Η Ντράγκετα είναι το υποσυνείδητό σου, χώνεψέ το!"
"Η ιδέα της Mamma Santissima πρωτοεμφανίστηκε στο μυαλό μου το 1999 και η αρχική της μορφή ήταν σενάριο για τον κινηματογράφο, το οποίο έγραψα, αν θυμάμαι, λίγο μετά το 2000. Ευτύχησα να βρω αμέσως εξαίρετο παραγωγό, ωστόσο στο θέμα του σκηνοθέτη υπήρξαν πολύ μεγάλες δυσκολίες. Για χρόνια κυκλοφορούσε το σενάριο από χέρι σε χέρι, και κάθε Έλληνας σκηνοθέτης που πειθόταν να το αναλάβει ήθελε να το φέρει στα μέτρα του, μετατροπές με τις οποίες δε συμφωνούσαμε ούτε εγώ ούτε ο παραγωγός. Έτσι η Mamma Santissima αναπαυόταν σε κάποιο συρτάρι περιμένοντας τις επόμενες σκηνοθετικές προτάσεις. Το 2008 γνώρισα τυχαία τον Ερνέστο Τσίνζι, έναν χαρισματικό Ιταλό σκηνοθέτη που με τις επισημάνσεις του απογείωσε την ιστορία και ουσιαστικά μετατόπισε το κέντρο βάρους της - κι είχε απόλυτο δίκιο, κατά τη γνώμη μου. Ωστόσο οι αλλαγές δεν ικανοποίησαν τον παραγωγό, που έκρινε πως το ελληνικό κοινό δε θα αγκάλιαζε την ιστορία. Σεβάστηκα την άποψη ενός έμπειρου ανθρώπου που διακύβευε τα χρήματά του για το δικό μου καπρίτσιο να γράψω ένα σενάριο που απαιτούσε δαπανηρότατα γυρίσματα στην Καλαβρία και Ιταλούς και Γκρεκάνους ηθοποιούς, πέρα από τους τρεις Έλληνες πρωταγωνιστές. Πρέπει να ήταν το 2010 όταν κατάλαβα ότι το φιλόδοξο όνειρό μου να δω τη Mamma Santissima στη μεγάλη οθόνη δεν επρόκειτο να εκπληρωθεί. Πλέον δεν είχα αντοχή να το κυνηγήσω και το εγκατέλειψα. Κι ενώ πίστευα ότι τόσα χρόνια και τόσος κόπος είχαν πάει χαμένα, διαπίστωσα με έκπληξη ότι το τεράστιο υλικό που είχα συγκεντρώσει ανέπνεε με πείσμα.
Ένα νιόπαντρο ζευγάρι ξεκινάει για το ταξίδι του μέλητος. Θα πάει στη Νότια Ιταλία προκειμένου με την ευκαιρία να επισκεφτεί έναν από χρόνια εξόριστο συγγενή, "θύμα" της μανιάτικης βεντέτας, του γδικιωμού. Σε αυτό το ταξίδι θα πλήξουν, θα φλερτάρουν (όχι κατ' ανάγκη ο ένας με τον άλλο), θα τσακωθούν, θα φιλιώσουν και όλα αυτά με φόντο τα ελληνόφωνα χωριά της Νότιας Ιταλίας, αλλά και τις περιοχές που διαφεντεύει η τοπική μαφία η Ντράγκετα. Ένα αλλιώτικο βιβλίο - ταξίδι σε μέρη τόσο άγνωστα όσο και γνώριμα μας επιφυλάσσει η κα Παπαθανασοπούλου. Μας μυεί στον κόσμο των Ελλήνων της περιοχής που διαφυλάσσουν και περιφρουρούν με επιμονή και ευλάβεια τις ελληνικές τους ρίζες, τη γλώσσα και τη θρησκεία τους, κακά τα ψέμματα, πολύ περισσότερο από εμάς τους Νεοέλληνες. Επίσης μας μυεί στο σκοτεινό κόσμο της Ντράγκετα (ονομασία που προέρχεται πιθανότατα από την ελληνική λέξη αντρειοσύνη).Και όλα αυτά με στοιχεία, με περιγραφές, αλλά και με ένα χιούμορ που μόνο "μαύρο" μπορεί να χαρακτηριστεί.
Σημείωση: Εδώ συζητάμε γενικά για το βιβλίο, δεν είναι ο χώρος τής βαθμολόγησης ή της κριτικής μας για το βιβλίο.
Η σύνδεση με το λογαριασμό σας στο Facebook είναι ασφαλής. Θα σας ζητηθεί να εξουσιοδοτήσετε το Bookia. Η εξουσιοδότηση που θα δώσετε στο Bookia θα χρησιμοποιηθεί μόνον για την παροχή των υπηρεσιών προσωπικά σε εσάς και πάντα με τη δική σας άδεια.